-
1 πρό-χυσις
πρό-χυσις, ἡ, das Ausgießen, auch von trockenen Dingen, Hinschütten; = οὐλοχύται, Her. 1, 160; τῆς γῆς, das Anspülen, Anschlämmen der Erde durch einen Fluß, 2, 5. 12, wie πρόχυσις ἰλυόεσσα Opp. Hal. 1, 116; D. Per. 772.
См. также в других словарях:
πρόχυσις — ύσεως, ἡ, Α [προχέω] 1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.) 2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ. β. «πρόχυσις… … Dictionary of Greek