Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πρόχυσις ἰλυόεσσα

См. также в других словарях:

  • πρόχυσις — ύσεως, ἡ, Α [προχέω] 1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.) 2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ. β. «πρόχυσις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»